μητρικοῦ

μητρικοῦ
μητρικός
of a mother
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • έδαφος — Το ανώτερο επιφανειακό στρώμα της Γης, μεταξύ του μητρικού πετρώματος και της ατμόσφαιρας, μέσα στο οποίο αναπτύσσονται τα φυτά. Το ε. είναι συνεχόμενο λεπτό στρώμα που καλύπτει τον φλοιό της Γης, εκτός από τους βράχους, τις γυμνές βουνοπλαγιές,… …   Dictionary of Greek

  • σακχαρομύκητες — Οικογένεια ή τάξη μικροσκοπικών μυκήτων, που υπάγεται στην τάξη ή κλάση των ασκομυκήτων. Έχουν μορφή σφαιρικών ή ελαφρά επιμηκών κυττάρων, μοναχικών ή κατά αλυσίδες, περισσότερο ή λιγότερο διακλαδιζόμενες. Οι σ. παράγουν ασκούς, δηλαδή ασκοειδή… …   Dictionary of Greek

  • Liste der Seen in Griechenland — Natürliche Seen (Fysikes Limnes; Φυσικές λίμνες) Name Deutsch Name Griechisch Geographische Region Präfektur (Nomos) Fläche [km²] Max. Länge [km] Max. Breite [km] Max. Tiefe [m] Trichonida See Λίμνη Τριχωνίδα Westgriechenland, Festlan …   Deutsch Wikipedia

  • Liste von Seen in Griechenland — Natürliche Seen (Fysikes Limnes; Φυσικές λίμνες) Name Deutsch Name Griechisch Geographische Region Präfektur (Nomos) Fläche [km²] Max. Länge [km] Max. Breite [km] Max. Tiefe [m] Trichonida See Λίμνη Τριχωνίδα Westgriechenland, Festland Ätolien… …   Deutsch Wikipedia

  • ίμερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ακόλουθος της θεάς Αφροδίτης, σύντροφος του Έρωτα, του Αντέρωτα και του Πόθου, προσωποποίηση της ερωτικής επιθυμίας. Κατά τον Όμηρο, ο Ί. και ο Έρωτας ήταν απρόσωποι. Αργότερα όμως προσωποποιήθηκαν από τον Ησίοδο ως… …   Dictionary of Greek

  • αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… …   Dictionary of Greek

  • γαλούχηση — η (Μ γαλούχησις) [γαλουχώ] 1. η παροχή μητρικού γάλακτος 2. η μόρφωση με πνευματική ή ηθική διδασκαλία …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • διάτομα — Άθροισμα μικροσκοπικών μονοκύτταρων φυτικών οργανισμών, υποδιαίρεση των κρυπτογάμων. Ονομάζονται και βακιλλαριόφυτα. Χαρακτηρίζονται από το στοιχείο ότι το κυτταρικό τους πρωτόπλασμα και τα συστατικά του (περιλαμβάνονται και τα φαιόχρωμα ή… …   Dictionary of Greek

  • εμβροχάς — ἐμβροχάς, η (Μ) βλαστός κλήματος που φυτεύεται και καλύπτεται ένα μέρος του με χώμα, χωρίς να αποκοπεί από τον κορμό τού μητρικού φυτού, η καταβολάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”